- εὐεπίβατος
- εὐεπίβατοςeasy to ascendmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευεπίβατος — εὐεπίβατος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.) 2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.) 3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί… … Dictionary of Greek
εὐεπίβατον — εὐεπίβατος easy to ascend masc/fem acc sg εὐεπίβατος easy to ascend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιβατώτεροι — εὐεπίβατος easy to ascend masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπιβάτους — εὐεπίβατος easy to ascend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπίβατα — εὐεπίβατος easy to ascend neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπίβατοι — εὐεπίβατος easy to ascend masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)